- ανελώ
- (ε) 1. μετ. портить, разлагать (продукты);2. αμετ. 1) таять, растаять; 2) перен. таять, чахнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανελώ — 1. καταλύω, καταστρέφω, διαλύω 2. (αμτβ.) αναλύομαι, διαλύομαι, λειώνω η πράξη και το αποτέλεσμα: ανέλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλυσα (αόρ. του αρχ. αναλύω) κατά τό σχήμα αμέλησα αμελώ κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
ἀνελῶ — ἀναιρέω take up fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλω — ἀναιρέω take up aor subj act 1st sg ἀναιρέω take up aor subj act 1st sg ἀναιρέω take up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)